τηλαύγεια

τηλαύγεια
τηλαύγεια
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τηλαύγεια — ἡ, ΜΑ, και τηλαυγία Μ [τηλαυγής] λάμψη, ακτινοβολία που φαίνεται από μακριά …   Dictionary of Greek

  • τηλαυγείαις — τηλαύγεια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλαύγειαν — τηλαύγεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλαυγία — ἡ, Μ βλ. τηλαύγεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”